- θεοσοφίας
- θεοσοφίᾱς , θεοσοφίαknowledge of things divinefem acc plθεοσοφίᾱς , θεοσοφίαknowledge of things divinefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόσοφος — η, ο, θηλ. και θεοσοφίστρια (AM θεόσοφος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο θεόσοφος, η θεοσοφίστρια οπαδός τής θεοσοφίας, ο θεοσοφιστής ή η θεοσοφίστρια μσν. αρχ. αυτός που έχει θεία σοφία, ο σοφός σχετικά με τα θεία. επίρρ... θεοσόφως (Α)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek